1 διδασκαλιον
(οἱ Φοίνικες πολλὰ ἐσήγαγον διδασκάλια ἐς τοὺς Ἕλληνας Her.)
(τὸ κράτιστον τῶν διδασκαλίων Xen.)
Древнегреческо-русский словарь > διδασκαλιον